- σύνδειπνον
- τὸ, Ακοινό δείπνο ή συμπόσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + δεῖπνον (πρβλ. κατά-δειπνον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύνδειπνον — common meal neut nom/voc/acc sg σύνδειπνος companion at table masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδείπνοις — σύνδειπνον common meal neut dat pl σύνδειπνος companion at table masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδείπνου — σύνδειπνον common meal neut gen sg σύνδειπνος companion at table masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδείπνων — σύνδειπνον common meal neut gen pl σύνδειπνος companion at table masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδείπνῳ — σύνδειπνον common meal neut dat sg σύνδειπνος companion at table masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδειπνα — σύνδειπνον common meal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδείπνιον — τὸ, Α [σύνδειπνον] 1. αίθουσα γεύματος, τραπεζαρία 2. σύνδειπνον* … Dictionary of Greek
ПИР, СИМПОСИЙ — •Convivium, συμπόσιον (ср. Cibus), σύνδειπνον, обед или пирушка, которую особенно страстно любили и справляли римляне и которую их поэты прославили с… … Реальный словарь классических древностей
Пир — • Convivium, συμπόσιον (ср. Cibus, Пища), σύνδειπνον, обед или пирушка, которую особенно страстно любили и справляли римляне и которую их поэты прославили с вдохновленным увлечением. У греков пирующие более сами заботились о своем… … Реальный словарь классических древностей
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek